- καθυπόταξη
- η [καθυποτάσσω]πλήρης υποταγή, ολοσχερής υποδούλωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < καθυποτάσσω. Η λ., στον λόγιο τ. καθυπόταξις, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καθυπόταξη — η η πλήρης υποταγή, ολοκληρωτική υποδούλωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθυποτάξῃ — καθυποτάσσω subject aor subj mid 2nd sg καθυποτάσσω subject aor subj act 3rd sg καθυποτάσσω subject fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σολομωνική — Βιβλίο με διάφορες οδηγίες για την άσκηση της μαγείας και την καθυπόταξη των δαιμόνων και των πνευμάτων. Το βιβλίο αυτό, του οποίου υπάρχουν πολλές εκδόσεις, πολλοί το θέλουν έργο του Σολομώντα, βασιλιά του Ισραήλ, ο οποίος, σύμφωνα με κάποια… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
δάμασμα — το (Μ δάμασμα) [δαμάζω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού δαμάζω, η τιθάσευση, η καθυπόταξη … Dictionary of Greek
δούλωση — η (AM δούλωσις) υποδούλωση, καθυπόταξη αρχ. περιορισμός, εξαναγκασμός … Dictionary of Greek
καθαίρεση — η (AM καθαίρεσις) [καθαιρῶ] αφαίρεση αξιώματος, έκπτωση, έξωση, απομάκρυνση από αξίωμα νεοελλ. φρ. «στρατιωτική καθαίρεση» αφαίρεση στρατιωτικού αξιώματος αρχ. 1. κατεδάφιση, κατακρήμνιση, γκρέμισμα («περὶ δὲ τῶν τειχών τής καθαιρέσεως οὐδεὶς… … Dictionary of Greek
κατάκτηση — η (AM κατάκτησις) [κατακτῶμαι] 1. η απόκτηση, η κυριότητα, η επιτυχία μετά από αρκετές και δύσκολες προσπάθειες (α. «η κατάκτηση τού πλούτου» β. «η κατάκτηση τού διαστήματος» γ. «δυνάμεως ῥητορικῆς κατάκτησις», Φιλόδ.) 2. η επιβολή δύναμης με… … Dictionary of Greek
κατακράτηση — Ποινικό αδίκημα, το οποίο διαπράττει όποιος στερεί την ελευθερία άλλου, κλείνοντάς τον σε περιορισμένο χώρο παρά τη θέλησή του ή περιορίζοντας τις κινήσεις του κατά οποιονδήποτε τρόπο. Τιμωρείται με φυλάκιση, ανάλογα με τη διάρκειά της. Οι νόμοι… … Dictionary of Greek